περισπουδάζω

περισπουδάζω
Α
ασχολούμαι με σπουδή, με ζήλο με κάτι, εκτελώ κάτι με ζήλο, είμαι πολύ πρόθυμος για κάτι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • περισπουδαζόντων — περισπουδάζω to be very eager pres part act masc/neut gen pl περισπουδάζω to be very eager pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περισπουδάζουσιν — περισπουδάζω to be very eager pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) περισπουδάζω to be very eager pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περισπουδάζειν — περισπουδάζω to be very eager pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περισπουδάζεται — περισπουδάζω to be very eager pres ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περι- — (ΑΜ περι ) α συνθετικό πολλών συνθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση περί και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: α) γύρω, ολόγυρα, από όλες τις μεριές, από παντού (πρβλ. περι βρέχω, περι γιάλι, περι λούω, περι… …   Dictionary of Greek

  • περισπούδασμα — τὸ, Μ [περισπουδάζω]·.αυτό που επιδιώκεται με σπουδή και ζήλο …   Dictionary of Greek

  • περισπούδαστος — η, ο / περισπούδαστος, ον, ΝΜΑ [περισπουδάζω] νεοελλ. 1. ο άξιος πολλής σπουδής και μελέτης, πολύ αξιόλογος, πολύ σημαντικός, μνημειώδης («περισπούδαστο σύγγραμμα») 2. αυτός που γίνεται με πολλή σοβαρότητα, που φανερώνει πολλή μελέτη,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”